-
1 задержка
1. (по времени) η (καθ)υστέ-ρησ/η, η επιβράδυνσηвследствие - и εξ' αιτίας της - ης, λόγω της -предотвращать - у προλαμβάνω/αποτρέπω την -(в эксплуатацию) - στην παράδοση για εκμετάλλευση/λειτουργίαвынужденная - αναγκαστική/υποχρεωτική -дополнительная - πρόσθετη/συμπληρωματική -ав. - της πτήσης2. (срабатывания механизма) το σταμάτημα, η (καθ)υστέρηση (εκκίνησης του μηχανισμού) 3. мед. η (καθ)υστέρηση, η κατακράτηση- мочи η κατακράτηση ούρων, η ανουρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задержка
-
2 испытать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. испытанный, βρ: -тан, -а, -о.1. δοκιμάζω•-новый станок δοκιμάζω την καινούρια εργατομηχανή•
испытать свой силы δοκιμάζω τις δυνάμεις μου•
испытать верность, δοκιμάζω την πίστη.
2. αισθάνομαι, νοιώθω•испытать угрызения обвести αισθάνομαι τύψη της συνείδησης•
испытать голод νοιώθω πείνα.
3. υποφέρω, περνώ•испытать последствия... δοκιμάζω τις συνέπειες... испытать все мытарства υποφέρω όλα τα βάσανα.